- Φοινισσῶν
- Φοῑνῑσσῶν , ΦοῖνιξPhoenicianfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φοινισσῶν — φοῖνιξ Phoenician fem gen pl φοινίζω fut part act masc nom sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινίσσων — φοινίσσω redden pres part act masc nom sg φοινίζω fut part act masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκοπή — (I) ἡ, Α κατασκόπευση που ενεργείται εκ τών προτέρων («ἐπὶ Καρίας ἐς προσκοπὴν τῶν Φοινισσῶν νεῶν οἰχόμεναι», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + σκοπή (< σκοπή < σκέπτομαι), πρβλ. κατα σκοπή]. (II) ἡ, Α [προσκόπτω] 1. δυσαρέσκεια, απέχθεια 2.… … Dictionary of Greek
Αποστολίδης, Βασίλειος — (Σέρρες 1827 – Αλεξάνδρεια 1910).Γιατρός και ερασιτέχνης αρχαιολόγος από την Τραπεζούντα. Σπούδασε ιατρική στην Αθήνα και τη Βιέννη. Το 1863 εγκαταστάθηκε στην Αίγυπτο, όπου παράλληλα με την ιατρική επιδόθηκε και στην αρχαιολογία. Ο Α. υποστήριζε … Dictionary of Greek